- υποσκίασμα
- το, -ατος1. αμυδρό φως, ημίφως, μισόφωτο.2. ο χώρος γύρω από τη σκιά, που φωτίζεται από λίγες μόνο ακτίνες της πηγής φωτισμού.3. στις εκλείψεις της Σελήνης το τμήμα του δίσκου της που δεν κρύβεται από τις ακτίνες του Ήλιου, όταν παρεμβάλλεται η Γη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.